ἀλιτημοσύνη

ἀλιτημοσύνη
ἀλιτ-ημοσύνη, ,
A = ἀλίτημα, Orph.A.1318 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλιτημοσύνη — ἀλιτημοσύνη, η (Α) [ἀλιτήμων] αμάρτημα, παράπτωμα …   Dictionary of Greek

  • αλιτήμων — ἀλιτήμων ( ονος), ον (Α) 1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος 2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ , θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) τού ρημ. ἀλιταίνω*, με επαύξηση η . ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • ἀλιτημοσυνάων — ἀλιτημοσυνά̱ων , ἀλιτημοσύνη fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”